- ζακαλλής
- ζᾰκαλλής, ές, ([etym.] κάλλος)A very beautiful, Hsch. [full] ζακελτίδες, v. ζεκ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζακαλλής — ζακαλλής, ές (Α) πολύ ωραίος, ωραιότατος, περικαλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + καλλής < κάλλος (πρβλ. α καλλής, περι καλλής)] … Dictionary of Greek
ζακαλλές — ζακαλλής very beautiful masc/fem voc sg ζακαλλής very beautiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek